φρυγίλος

φρυγίλος
ὁ, Α
άγνωστο είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομ. πτηνού, η οποία εμφανίζει επίθημα -ίλος, όπως και άλλα ον. πτηνών (πρβλ. ὀρχ-ίλος, σποργ-ίλος, τροχ-ίλος). Κατά μία άποψη, η λ. μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα *bher-(e)g- «γαβγίζω, μουρμουρίζω, βουίζω» (προϊόν ονοματοποιίας) και να συνδεθεί με τα: λατ. fringilla «σπίνος», ρωσ. berglez «καρδερίνα». Στην περίπτωση αυτή, ο τ. φρυγ-ίλος έχει προέλθει πιθ. από αμάρτυρο τ. *φριγ-ύλος (πρβλ. λατ. fringilla, από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας με επέκταση -ι-, πρβλ. λατ. frigo «ψήνω» < ρίζα *bher- / *bhr-, βλ. λ. φρύγω) με αντιμετάθεση τών φωνηέντων ή από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας με αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού -r- ως -ρυ- (πρβλ. πιθ. ῥυφῶ, βλ. λ. ῥοφῶ), βλ. και λ. φάρκες. Κατ' άλλη άποψη, η λ. φρυγίλος θα μπορούσε να συνδεθεί με το εθνικό όν. Φρύξ, οπότε αρχική σημ. τού τ. θα ήταν «ο μικρός Φρύξ» ή «μικρός ξένος σκλάβος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φρυγίλος — chaffinch masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγίλῳ — φρυγίλος chaffinch masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • берглез — щегол , сербохорв. бр̀глиjез поползень , словен. bȓglez поползень , чеш. brhel, brhlez, польск. bargiel, bargieɫ вид синицы . Скорее всего, исконнородственное греч. φρυγίλος какая то птица , лат. fringilla зяблик, воробей , frigo пищу ,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • FRINGILLA seu FRINGILLUS — Graecis ςπίζα, Italis fringuello, Gallis pincon, Festo nomen habet, quod frigore solus ex avibus cantet. Eundem namque eum cum regaliolo facit, quem mortis omen Iulio Caesari fecisse, apud Suet. habes c. 81. Sed fringillus aestivis tantum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλπική πανίδα — Πολλά είδη χαρακτηριστικών ζώων της αλπικής περιοχής μοιάζουν με τα ζώα των αρκτικών περιοχών, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί πως έχουν κοινή προέλευση. Κατά τη φάση της μέγιστης επέκτασης των παγετώνων της τεταρτογενούς,… …   Dictionary of Greek

  • bhereg- —     bhereg     English meaning: expr. to sound, roar, cry, etc., *sharp voice     Deutsche Übersetzung: in Schallworten “brummen, bellen, lärmen under likewise”     Note: compare bher ds. as well as that by bhreg “break, rupture” and “crack,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • bher-6 —     bher 6     English meaning: to roast, cook     Deutsche Übersetzung: “rösten, backen, kochen”     Note: with g extensions, before partly i , u vowels; it derived from bher 2 “ move violently, surge, boil, cook”.     Material: 1. forms without …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”